ολικώς

ολικώς
και -ά (ΑΜ ὁλικῶς)
βλ. ολικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὁλικῶς — ὁλικός universal adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολικός — ή, ό (ΑΜ ὁλικός, ή, όν) [όλος] καθολικός, γενικός, ολόκληρος, συνολικός («ολική έκλειψη τής σελήνης»). επίρρ... ολικώς και ά (ΑΜ ὁλικώς) καθ ολοκληρίαν, συνολικά …   Dictionary of Greek

  • δημοσιοποιώ — καθιστώ ολικώς ή μερικώς κτήμα τού δημοσίου ιδιωτική περιουσία ή επιχείρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… …   Dictionary of Greek

  • κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… …   Dictionary of Greek

  • οδοντοστοιχία — η 1. το σύνολο τών δοντιών τα οποία είναι διατεταγμένα στη φατνιακή απόφυση τής άνω και κάτω γνάθου και σχηματίζουν, αντίστοιχα, τον άνω και κάτω οδοντικό φραγμό 2. φρ. «οδοντοστοιχία τεχνητή» διάταξη τεχνητών δοντιών που κατασκευάζεται από… …   Dictionary of Greek

  • παγωνοχύτρα — η (γεωμορφ.) βύθισμα που σχηματίζεται σε πεδιάδες απόπλυσης, παγετώδους προέλευσης, κατά την τήξη μιας αποσπασμένης μάζας παγετωνικού πάγου, ολικώς ή μερικώς ενταφιασμένης …   Dictionary of Greek

  • στροφόπτερο — το, Ν (αερον.) κατηγορία αεροσκαφών τών οποίων η άντωση επιτυγχάνεται ολικώς ή μερικώς με την περιστροφή μιας ή περισσότερων πτερυγιοφόρων ατράκτων με περίπου κατακόρυφους άξονες, κατηγορία στην οποία ανήκει και το ελικόπτερο …   Dictionary of Greek

  • συνολικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, ολικός, ολόκληρος («η συνολική του αξία είναι πολύ μεγάλη»). επίρρ... συνολικώς και συνολικά Ν ολικώς, γενικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνολο + κατάλ. ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν… …   Dictionary of Greek

  • φθορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φθορή Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φθείρω, βαθμιαία καταστροφή, βαθμιαίος αφανισμός 2. απώλεια, βλάβη, ζημιά (α. «ο στρατός μας προξένησε μεγάλη φθορά στους εχθρούς» β. «ἐκφορίου ἀρταβῶν Χ ἀνυπολόγου πάσης φθορᾱς»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”